ανάβραση — η (Α ἀνάβρασις) ο αναβρασμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβράσσω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναβρασίλα] … Dictionary of Greek
αναβράσσω — ἀναβράσσω και άττω (Α) 1. βράζω κάτι καλά, μέχρι κοχλασμού 2. τινάζω κάτι προς τα επάνω, εκσφενδονίζω 3. πηδώ έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + βράσσω. ΠΑΡ. ἀνάβραση( ις), ἀναβρασμός, ἀνάβραστος] … Dictionary of Greek
αναβρασίλα — η αναβρασμός, υπερβολική ζέστη, κουφόβραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάβραση + ίλα] … Dictionary of Greek
αναβρασμός — αναβρασμός, ο και ανάβραση, η και αναβρασμό, το έξαψη, ταραχή, αγανάχτηση: Οι εργατικές οργανώσεις βρίσκονται σε αναβρασμό εξαιτίας του κυβερνητικού νομοσχεδίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)